φοβητσιάρικος

φοβητσιάρικος
-η, -ο, Ν [φοβητσιάρης]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε φοβητσιάρη.
επίρρ...
φοβητσιάρικα Ν
με φοβητσιάρικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φοβητσιάρικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φοβητσιάρη (βλ. λ.), αυτός που ταιριάζει σε φοβητσιάρη: Φοβητσιάρικα καμώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”